- έφαψη
- η (Α ἔφαψη) [εφάπτομαι]νεοελλ.βιολ. η «ηλεκτρική» σύναψη κατά την οποία το προσυναπτικό δυναμικό δράσης μεταβιβάζεται στη μετασυναπτική μεμβράνη χωρίς παρεμβολή χημικού νευροδιαβιβαστή όπως γίνεται στις γνήσιες συνάψειςαρχ.1. άγγιγμα, επαφή, χαΐδεμα2. σύνδεσμος, ένωση.
Dictionary of Greek. 2013.